- ἐπιτηδεύματ'
- ἐπιτηδεύματα , ἐπιτήδευμαpursuitneut nom/voc/acc plἐπιτηδεύματι , ἐπιτήδευμαpursuitneut dat sgἐπιτηδεύματε , ἐπιτήδευμαpursuitneut nom/voc/acc dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
-ίας — επίθημα με μεγάλη παραγωγική δύναμη ήδη από την Αρχαία Ελληνική, που εμφανίζεται μέχρι σήμερα σε λ. με ποικιλία σημασιών. Ανάγεται σε ΙE * iyā και μαρτυρείται σε λίγες λ. ήδη στον Όμηρο, ενώ χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα στην ιων. αττ. και στην Κοινή … Dictionary of Greek